- ετερότονος
- -η, -ομουσ. (για ήχους) αυτός που έχει διαφορετικό μουσικό τόνο.επίρρ...ετεροτόνως και ετερότοναμε διαφορετικό μουσικό τόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -τονος (< τόνος) πρβλ. ά-τονος, μονό-τονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Παν. Κουπιτώρη].
Dictionary of Greek. 2013.